οδοντογονία

οδοντογονία
οδοντογονία, η και οδοντογένεση, η
η πρώτη διάπλαση των οδοντικών θηλών του εμβρύου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οδοντογονία — η η οδοντογένεση …   Dictionary of Greek

  • οδοντογένεση — η το σύνολο τών διεργασιών οι οποίες καταλήγουν στον σχηματισμό τών δοντιών, αλλ. οδοντογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odontogenese < ὀδούς, ὀδόντος + γένεση] …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”